Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overspend
01
ξοδεύω περισσότερα από όσα είχα προγραμματίσει, υπερβαίνω τον προϋπολογισμό
to spend more money than originally planned
Παραδείγματα
They overspent on their vacation and had to borrow money afterward.
Ξόδεψαν παραπάνω από ό,τι είχαν προγραμματίσει στις διακοπές τους και μετά έπρεπε να δανειστούν χρήματα.
If you overspend on shopping, you ’ll end up with credit card debt.
Αν ξοδέψετε υπερβολικά στα ψώνια, θα καταλήξετε με χρέος στην πιστωτική κάρτα.
02
ξοδεύω περισσότερα από τα διαθέσιμα, υπερβαίνω τον προϋπολογισμό
spend more than available of (a budget)
Λεξικό Δέντρο
overspend
spend



























