overt
o
ˈoʊ
ου
vert
vɜrt
βερρτ
British pronunciation
/ə‍ʊvˈɜːt/

Ορισμός και σημασία του "overt"στα αγγλικά

01

φανερός, εμφανής

open, obvious, and easily observable, without concealment or secrecy
example
Παραδείγματα
His overt gestures of affection, such as holding her hand and kissing her forehead in public, demonstrated his love for her.
Οι φανερές του εκδηλώσεις αγάπης, όπως το να κρατάει το χέρι της και να τη φιλάει στο μέτωπο δημόσια, έδειχναν την αγάπη του για εκείνη.
The company 's overt commitment to sustainability was evident in its transparent reporting of environmental initiatives.
Η φανερή δέσμευση της εταιρείας για τη βιωσιμότητα ήταν εμφανής στη διαφανή αναφορά των περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store