Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overt
01
φανερός, εμφανής
open, obvious, and easily observable, without concealment or secrecy
Παραδείγματα
His overt gestures of affection, such as holding her hand and kissing her forehead in public, demonstrated his love for her.
Οι φανερές του εκδηλώσεις αγάπης, όπως το να κρατάει το χέρι της και να τη φιλάει στο μέτωπο δημόσια, έδειχναν την αγάπη του για εκείνη.
The company 's overt commitment to sustainability was evident in its transparent reporting of environmental initiatives.
Η φανερή δέσμευση της εταιρείας για τη βιωσιμότητα ήταν εμφανής στη διαφανή αναφορά των περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών.
Λεξικό Δέντρο
overtly
overt



























