Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overthink
01
υπερσκεπτομαι, σκέφτομαι πολύ
to think too much about something, often making it more complicated than it needs to be
Intransitive
Transitive: to overthink sth
Παραδείγματα
Instead of enjoying the moment, she tends to overthink every decision.
Αντί να απολαμβάνει τη στιγμή, τείνει να σκέφτεται υπερβολικά κάθε απόφαση.
The perfectionist has a tendency to overthink minor details, causing delays.
Ο τελειομανής έχει την τάση να υπερσκεπτεται μικρές λεπτομέρειες, προκαλώντας καθυστερήσεις.
Λεξικό Δέντρο
overthink
think



























