Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overfond
01
υπερβολικά ερωτευμένος, βαθιά παθιασμένος
deeply obsessed with someone or something
Λεξικό Δέντρο
overfond
fond
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερβολικά ερωτευμένος, βαθιά παθιασμένος
Λεξικό Δέντρο