Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outward-bound
01
εξερχόμενος, με κατεύθυνση προς τα έξω
having a direction or journey leading away from an origin or home base
Παραδείγματα
The outward-bound ships left the harbor at dawn.
Τα πλοία με προορισμό το εξωτερικό άφησαν το λιμάνι τα ξημερώματα.
They waved goodbye to the outward-bound hikers as they started the trail.
Χαιρέτησαν με το χέρι τους πεζοπόρους που κατευθύνονταν προς τα έξω καθώς ξεκινούσαν το μονοπάτι.



























