Αναζήτηση
outraged
01
αγανακτισμένος, προσβεβλημένος
feeling very angry or deeply offended
Example
He felt outraged when he heard about the government's decision to cut funding for education.
Αισθάνθηκε αγανάκτηση όταν άκουσε για την απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης.
The outraged protesters marched through the streets demanding justice.
Οι αγανακτισμένοι διαδηλωτές περπάτησαν στους δρόμους απαιτώντας δικαιοσύνη.
Οικογένεια λέξεων
out
rage
outraged
outrage
Verb
outraged
Adjective
Συναφή Λέξεις
