Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to outplay
01
ξεπεράσω, υπερτερώ
to perform at a higher level than someone else in a competitive activity
Παραδείγματα
She managed to outplay her opponent in the final match.
Κατάφερε να ξεπεράσει τον αντίπαλό της στον τελικό αγώνα.
The team outplayed their rivals with exceptional teamwork.
Η ομάδα υπερνίκησε τους αντιπάλους της με εξαιρετική ομαδική εργασία.
Λεξικό Δέντρο
outplay
out
play



























