LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Accommodating
/ɐkˈɒmədˌeɪtɪŋ/
/əˈkɑməˌdeɪtɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "accommodating"
accommodating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
συμβιβαστικός
eager or willing to help others
02
συμβιβαστικός
helpful in bringing about a harmonious adaptation
accommodative
unaccommodating
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App