Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obscurely
01
ασαφώς, με ασαφή τρόπο
in a way that is not clearly or distinctly visible
Παραδείγματα
The writing on the old manuscript was obscurely faded.
Η γραφή στο παλιό χειρόγραφο είχε ασαφώς ξεθωριάσει.
The figure in the distance moved obscurely through the fog.
Το σχήμα στο βάθος κινήθηκε ασαφώς μέσα από την ομίχλη.
Λεξικό Δέντρο
obscurely
obscure



























