Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Obsequy
01
κηδεία, τελετή ταφής
a ceremony held to honor and bury someone who has died
Παραδείγματα
The village gathered at the church for the blacksmith 's obsequy.
Το χωριό συγκεντρώθηκε στην εκκλησία για την κηδεία του σιδηρουργού.
Friends shared stories about her laughter during the obsequy.
Οι φίλοι μοιράστηκαν ιστορίες για το γέλιο της κατά τη διάρκεια της κηδείας.
Λεξικό Δέντρο
obsequious
obsequy



























