Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obsequious
01
υποκριτικός, κολακευτικός
excessively flattering and obeying a person, particularly in order to gain their approval or favor
Παραδείγματα
She found his obsequious manner off-putting, as he always agreed with her, no matter what she said.
Βρήκε τον υποκριτικό τρόπο του αποκρουστικό, καθώς συμφωνούσε πάντα μαζί της, ανεξάρτητα από το τι έλεγε.
The prince was annoyed by the obsequious courtiers who showered him with insincere compliments.
Ο πρίγκιπας ενοχλήθηκε από τους υποκριτικούς αυλικούς που τον καταβρέχαν με ανειλικρινείς κολακείες.
Λεξικό Δέντρο
obsequiously
obsequiousness
obsequious
obsequy



























