Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obscene
01
αισχρός, άσεμνος
created to provoke indecent thoughts or desires
Παραδείγματα
The song 's lyrics were considered obscene and were censored by radio stations.
Οι στίχοι του τραγουδιού θεωρήθηκαν αισχροί και λογοκρίθηκαν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
The painting was deemed obscene due to its graphic depiction of nudity and violence.
Ο πίνακας κρίθηκε αισχρός λόγω της γραφικής απεικόνισης γύμνιας και βίας.
02
αισχρός, άσεμνος
suggestive of or tending to moral looseness
03
αισχρός, σκανδαλώδης
offensive to the mind
Λεξικό Δέντρο
obscenely
obscene



























