Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to obey
01
υπακούω, τηρώ
to follow commands, rules, or orders
Transitive: to obey rules or orders
Παραδείγματα
Children are expected to obey their parents' instructions.
Αναμένεται τα παιδιά να υπακούουν στις οδηγίες των γονέων τους.
Soldiers are trained to obey orders from their commanding officers.
Οι στρατιώτες εκπαιδεύονται να υπακούουν στις εντολές των ανωτέρων τους.
Λεξικό Δέντρο
disobey
obey



























