Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obese
01
παχύσαρκος, υπέρβαρος
extremely overweight, with excess body fat that significantly increases health risks
Παραδείγματα
Due to his sedentary lifestyle and poor diet, Tom has become obese.
Λόγω του καθιστικού τρόπου ζωής και της κακής διατροφής του, ο Τομ έχει γίνει παχύσαρκος.
Obese patients often face discrimination in healthcare settings.
Οι παχύσαρκοι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις σε ιατρικά περιβάλλοντα.



























