
Αναζήτηση
to obfuscate
01
σκοτεινιάζω, μπερδεύω
to darken something and make it unclear
Example
The thick fog obfuscated the view, making it difficult to see the road ahead.
Ο πυκνός ομίχλη θόλωσε την όραση, καθιστώντας δύσκολο να δει κανείς το δρόμο μπροστά.
The deliberate use of filters and effects obfuscated the details in the photograph, giving it a dreamlike quality.
Η σκόπιμη χρήση φίλτρων και εφέ θόλωσε τις λεπτομέρειες στη φωτογραφία, δίνοντάς της μια ονειρική ποιότητα.