Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to obfuscate
01
ασαφήνω, μπερδεύω
to deliberately make something unclear or difficult to understand, often to hide the truth
Παραδείγματα
The company tried to obfuscate the real reasons behind the price increase.
Η εταιρεία προσπάθησε να αποκρύψει τους πραγματικούς λόγους πίσω από την αύξηση των τιμών.
Politicians often obfuscate their statements to avoid accountability.
Οι πολιτικοί συχνά θολώνουν τις δηλώσεις τους για να αποφύγουν την ευθύνη.
Λεξικό Δέντρο
obfuscation
obfuscate



























