Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
null
Παραδείγματα
The contract became null after both parties failed to meet the deadline.
Το συμβόλαιο έγινε άκυρο αφού και οι δύο πλευρές απέτυχαν να τηρήσουν την προθεσμία.
His argument was null because it lacked supporting evidence.
Το επιχείρημά του ήταν άκυρο επειδή δεν είχε αποδεικτικά στοιχεία.
Null
01
τίποτα, μηδέν
a quantity of no importance



























