Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nullity
01
ακυρότητα, έλλειψη νομικής ισχύος
the condition or status of lacking legal validity
Παραδείγματα
The contract was deemed a nullity by the court since it was signed under duress without proper consent.
Η σύμβαση κρίθηκε άκυρη από το δικαστήριο καθώς υπογράφηκε υπό πίεση χωρίς τη σωστή συγκατάθεση.
His marriage was ruled a nullity after it came to light that he had failed to finalize his divorce from his previous wife.
Ο γάμος του κηρύχθηκε άκυρος αφού αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε ολοκληρώσει το διαζύγιο από την προηγούμενη σύζυγό του.
02
μηδενικότητα, ανυπαρξία
the state of nonexistence
Λεξικό Δέντρο
nullity
null



























