nullity
nu
ˈnʌ
να
lli
λι
ty
ti
τι
British pronunciation
/nˈʌlɪti/

Ορισμός και σημασία του "nullity"στα αγγλικά

01

ακυρότητα, έλλειψη νομικής ισχύος

the condition or status of lacking legal validity
example
Παραδείγματα
The contract was deemed a nullity by the court since it was signed under duress without proper consent.
Η σύμβαση κρίθηκε άκυρη από το δικαστήριο καθώς υπογράφηκε υπό πίεση χωρίς τη σωστή συγκατάθεση.
His marriage was ruled a nullity after it came to light that he had failed to finalize his divorce from his previous wife.
Ο γάμος του κηρύχθηκε άκυρος αφού αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε ολοκληρώσει το διαζύγιο από την προηγούμενη σύζυγό του.
02

μηδενικότητα, ανυπαρξία

the state of nonexistence
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store