Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nugatory
01
αναποτελεσματικός, άκυρος
incapable of producing any meaningful result
Παραδείγματα
The contract was deemed nugatory after the company dissolved.
Η σύμβαση κρίθηκε άκυρη μετά τη διάλυση της εταιρείας.
His efforts proved nugatory in changing the outcome.
Οι προσπάθειές του αποδείχθηκαν nugatory στην αλλαγή του αποτελέσματος.



























