Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
notorious
01
διαβόητος, γνωστός για κάτι αρνητικό
widely known for something negative or unfavorable
Παραδείγματα
The city is notorious for its heavy traffic.
Η πόλη είναι διαβόητη για τη βαριά κυκλοφορία της.
He is a notorious criminal with a long history of theft.
Είναι ένας κακόφημος εγκληματίας με μακρά ιστορία κλοπών.
Λεξικό Δέντρο
notoriously
notorious
notor



























