Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to notify
01
ειδοποιώ, πληροφορώ
to officially let someone know about something
Transitive: to notify sb of sth | to notify sb about sth
Παραδείγματα
The school will notify parents in advance of any changes to the academic calendar.
Το σχολείο θα ειδοποιήσει τους γονείς εκ των προτέρων για οποιεσδήποτε αλλαγές στο ακαδημαϊκό ημερολόγιο.
The supervisor will notify employees about the upcoming training sessions through the company's communication channels.
Ο επόπτης θα ειδοποιήσει τους υπαλλήλους για τις επερχόμενες συνεδρίες εκπαίδευσης μέσω των καναλιών επικοινωνίας της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
notifiable
notify



























