Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
noticed
01
παρατηρημένος, αντιληπτός
observed or perceived by someone
Παραδείγματα
The noticed errors in the report were quickly corrected before submission.
Τα παρατηρηθέντα λάθη στην αναφορά διορθώθηκαν γρήγορα πριν από την υποβολή.
The noticed improvement in his performance earned him praise from his colleagues.
Η παρατηρούμενη βελτίωση στην απόδοσή του του χάρισε επαίνους από τους συναδέλφους του.
Λεξικό Δέντρο
unnoticed
noticed
notice



























