Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Notion
01
ιδέα, έννοια
a general concept or belief
Παραδείγματα
She had a notion that he was hiding something from her.
Είχε την έννοια ότι της έκρυβε κάτι.
The notion of freedom is central to the country's history.
Η έννοια της ελευθερίας είναι κεντρική στην ιστορία της χώρας.
02
ιδέα, έννοια
a vague or imperfectly formed idea or belief, often held with some confidence
Παραδείγματα
I had the notion that we should leave early.
Είχα την ιδέα ότι θα έπρεπε να φύγουμε νωρίς.
He acted on the notion that she would agree.
Διαδραμάτισε βάσει της έννοιας ότι θα συμφωνούσε.
03
ιδέα, ιδιοτροπία
a fanciful, whimsical, or capricious idea
Παραδείγματα
He bought the car on a sudden notion.
Αγόρασε το αυτοκίνητο από μια ξαφνική ιδέα.
She had a notion to travel to the mountains.
Είχε μια ιδέα να ταξιδέψει στα βουνά.
04
εμπορεύματα μπαζαρίσματος, αξεσουάρ ραπτικής
small personal items, sewing supplies, or accessories
Παραδείγματα
The shop sells ribbons, buttons, and other notions.
Το κατάστημα πουλά κορδέλες, κουμπιά και άλλα εξαρτήματα ραπτικής.
She bought sewing notions at the market.
Αγόρασε εξαρτήματα ράψιμου στην αγορά.
Λεξικό Δέντρο
notional
notion



























