Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
noticeably
01
αισθητά, εμφανώς
in a way that is easily observed or recognized
Παραδείγματα
The temperature dropped noticeably in the evening.
Η θερμοκρασία έπεσε αισθητά το βράδυ.
His absence was noticeably felt during the meeting.
Η απουσία του έγινε αισθητά αισθητή κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
unnoticeably
noticeably
noticeable
notice



























