Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
observably
01
παρατηρήσιμα, εμφανώς
in a manner that can be seen, noticed, or verified
Παραδείγματα
The patient 's health improved observably after the new treatment.
Η υγεία του ασθενούς βελτιώθηκε αισθητά μετά τη νέα θεραπεία.
Her confidence grew observably as she practiced the speech.
Η αυτοπεποίθησή της αυξήθηκε αισθητά καθώς εξασκούταν στην ομιλία.
Λεξικό Δέντρο
observably
observable
observe



























