Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
observational
01
παρατηρητικός, βασισμένος στην παρατήρηση
relying on observation or experiment
Λεξικό Δέντρο
observational
observation
observe
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παρατηρητικός, βασισμένος στην παρατήρηση
Λεξικό Δέντρο