Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
notable
01
αξιοσημείωτος, σημαντικός
deserving attention because of being remarkable or important
Παραδείγματα
The scientist made notable contributions to the field of physics.
Ο επιστήμονας έκανε αξιοσημείωτες συνεισφορές στον τομέα της φυσικής.
Her notable achievements in literature earned her several awards.
Τα αξιοσημείωτα επιτεύγματά της στη λογοτεχνία της χάρισαν πολλά βραβεία.
Notable
01
διακεκριμένο πρόσωπο, σημαντική φιγούρα
a person who is important or distinguished in a particular field
Παραδείγματα
The guest list included several notables from the world of science.
Η λίστα των καλεσμένων περιλάμβανε αρκετούς σημαντικούς ανθρώπους από τον κόσμο της επιστήμης.
She was introduced to all the local notables at the event.
Της έγινε γνωστή όλη η τοπική αφρόκρεμα στην εκδήλωση.
Λεξικό Δέντρο
notability
notably
notable
not



























