Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exceptional
01
εξαιρετικός, εξαιρετική
significantly better or greater than what is typical or expected
Παραδείγματα
The pianist 's performance was exceptional, leaving the audience in awe.
Η ερμηνεία του πιανίστα ήταν εξαιρετική, αφήνοντας το κοινό σε δέος.
Her exceptional skills in mathematics earned her a scholarship to a prestigious university.
Οι εξαιρετικές της δεξιότητες στα μαθηματικά της χάρισαν μια υποτροφία σε ένα πανεπιστήμιο κύρους.
02
εξαιρετικός, εξαίρετος
standing out due to uniqueness, surpassing the usual standard
Παραδείγματα
Her exceptional kindness made her beloved by everyone she met.
Η εξαιρετική καλοσύνη της την έκανε αγαπητή από όλους όσους γνώριζε.
The exceptional weather conditions made the day perfect for a beach outing.
Οι εξαιρετικές καιρικές συνθήκες έκαναν την ημέρα τέλεια για μια εκδρομή στην παραλία.
Λεξικό Δέντρο
exceptionally
unexceptional
exceptional
exception
except



























