Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excepting
01
εκτός, με εξαίρεση
excluding; with the exception of
Παραδείγματα
Everyone excepting him was invited to the party.
Όλοι εκτός από αυτόν είχαν προσκληθεί στο πάρτι.
She has everything excepting happiness.
Έχει τα πάντα εκτός από ευτυχία.
Λεξικό Δέντρο
excepting
except



























