Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
au fait
01
ειδικός, έμπειρος
knowledgeable or skilled in a particular subject or activity
Παραδείγματα
She is au fait with the complexities of international law.
Είναι εξοικειωμένη με τις πολυπλοκότητες του διεθνούς δικαίου.
The project manager is au fait with the latest technological advancements.
Ο διαχειριστής του έργου είναι εξοικειωμένος με τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις.



























