Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
atypically
01
ατυπικά, με ασυνήθιστο τρόπο
unlike what is expected or ordinary
Παραδείγματα
She dressed atypically for the formal event, choosing casual attire.
Ντύθηκε ατυπικά για την επίσημη εκδήλωση, επιλέγοντας χαλαρά ρούχα.
The novel 's plot unfolded atypically, surprising readers with unexpected twists.
Η πλοκή του μυθιστορήματος ξετυλίχθηκε ατυπικά, εκπλήσσοντας τους αναγνώστες με απροσδόκητες ανατροπές.
Λεξικό Δέντρο
atypically
atypical
atypic



























