Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
au courant
01
ενημερωμένος, ενημερωμένος
knowledgeable about the latest information, trends, or developments
Παραδείγματα
The CEO is always au courant with the latest market strategies.
Ο CEO είναι πάντα ενήμερος για τις τελευταίες στρατηγικές της αγοράς.
She prides herself on being au courant with global political affairs.
Περηφανεύεται που είναι ενήμερη με τις παγκόσμιες πολιτικές υποθέσεις.



























