Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
attempted
01
απόπειρα
(of a crime, suicide, etc.) not done successfully
Παραδείγματα
The police investigated an attempted robbery at the bank.
Η αστυνομία διερεύνησε μια απόπειρα ληστείας στην τράπεζα.
The report detailed several attempted arsons in the neighborhood.
Η έκθεση περιέγραψε λεπτομερώς αρκετές απόπειρες εμπρησμού στη γειτονιά.
Λεξικό Δέντρο
attempted
attempt



























