Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Attainment
01
επίτευξη, κατόρθωμα
the action or fact of achieving a goal or an aim
Παραδείγματα
Her attainment of the highest academic honor was a result of years of hard work.
Η επίτευξη της υψηλότερης ακαδημαϊκής τιμής από αυτήν ήταν το αποτέλεσμα χρόνων σκληρής δουλειάς.
He celebrated the attainment of his fitness milestones with a special reward.
Γιόρτασε την επίτευξη των σταθμών της φυσικής του κατάστασης με μια ειδική ανταμοιβή.
02
επίτευξη, άφιξη
arrival at a new stage
03
απόκτηση, δεξιότητα
an ability that has been acquired by training
Λεξικό Δέντρο
attainment
attain



























