Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Attacker
01
επιτιθέμενος, εχθρός
a person who intentionally harms someone physically
Παραδείγματα
The police apprehended the attacker shortly after the incident occurred.
Η αστυνομία συνέλαβε τον επιτιθέμενο λίγο μετά το περιστατικό.
The victim was able to identify her attacker in a lineup.
Το θύμα μπόρεσε να αναγνωρίσει τον επιτιθέμενο της σε μια σειρά αναγνώρισης.
Λεξικό Δέντρο
attacker
attack



























