Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Narcolepsy
01
ναρκοληψία, ασθένεια ύπνου
a neurological condition causing sudden, uncontrollable episodes of sleep, often accompanied by muscle weakness or vivid dreams
Παραδείγματα
Jane 's narcolepsy caused her to unexpectedly fall asleep during daily activities, affecting her work.
Η ναρκοληψία της Jane την έκανε να κοιμηθεί απροσδόκητα κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων, επηρεάζοντας τη δουλειά της.
Individuals with narcolepsy may experience cataplexy, a sudden loss of muscle tone triggered by emotions.
Τα άτομα με ναρκοληψία μπορεί να βιώσουν καταπληξία, μια ξαφνική απώλεια μυϊκού τόνου που προκαλείται από συναισθήματα.



























