Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
narcissistic
01
ναρκισσιστικός, εγωκεντρικός
having an excessive interest in oneself, often accompanied by a lack of empathy for others
Παραδείγματα
His narcissistic behavior made it difficult for him to maintain meaningful relationships.
Η ναρκισσιστική του συμπεριφορά του έκανε δύσκολο να διατηρήσει ουσιαστικές σχέσεις.
The narcissistic celebrity constantly posted selfies on social media to feed their ego.
Η νάρκισσος διασημότητα ανάρτησε συνεχώς selfies στα κοινωνικά δίκτυα για να τροφοδοτήσει το εγώ της.
Λεξικό Δέντρο
narcissistic
narcissist
narcist



























