Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
motivating
01
παρακινητικός, ενθαρρυντικός
encouraging action or effort by providing energy, drive, or enthusiasm
Παραδείγματα
His motivating speech before the race pushed the athletes to do their best.
Ο ενθαρρυντικός του λόγος πριν από τον αγώνα ώθησε τους αθλητές να δώσουν το καλύτερο από αυτούς.
The team's motivating performance in the first half inspired the crowd to cheer even louder.
Η ενθαρρυντική απόδοση της ομάδας στο πρώτο ημίχρονο ενέπνευσε το πλήθος να ζητωκραυγάσει ακόμα πιο δυνατά.
Motivating
01
κίνητρο, ενθάρρυνση
the act of motivating; providing incentive
Λεξικό Δέντρο
motivating
motivate
motiv



























