Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mish-mash
01
συνονθύλευμα, ανακάτωμα
a mixture of unrelated things
Παραδείγματα
Their plan was a mish-mash of half-baked ideas.
Το σχέδιό τους ήταν ένα μείγμα από μισοψημένες ιδέες.
The soup was just a mish-mash of leftovers.
Η σούπα ήταν απλώς ένα συνονθύλευμα αποφάγων.



























