Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mishandle
01
κακοχειρίζομαι, καταστρέφω
make a mess of, destroy or ruin
02
κακή διαχείριση, αποτυχημένη διαχείριση
manage badly or incompetently
Λεξικό Δέντρο
mishandle
handle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κακοχειρίζομαι, καταστρέφω
κακή διαχείριση, αποτυχημένη διαχείριση
Λεξικό Δέντρο