Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
astonished
01
κατάπληκτος, έκπληκτος
feeling very surprised or impressed, especially because of an unexpected event
Παραδείγματα
The audience sat in astonished silence after the magician's incredible trick.
Το κοινό κάθισε σε έκπληκτη σιωπή μετά το απίστευτο τρικ του μάγου.
She was astonished to see her childhood friend after so many years.
Ήταν κατεπληγμένη που είδε τον παιδικό της φίλο μετά από τόσα χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
astonished
astonish



























