Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flabbergasted
01
κατάπληκτος, μαγεμένος
extremely surprised or astonished to the point of being speechless or confused
Παραδείγματα
She was flabbergasted to learn she had won the grand prize.
Ήταν κατάπληκτη όταν έμαθε ότι είχε κερδίσει το μεγάλο βραβείο.
The scientists were flabbergasted by the unexpected results of their experiment.
Οι επιστήμονες ήταν κατάπληκτοι από τα απροσδόκητα αποτελέσματα του πειράματός τους.
Λεξικό Δέντρο
flabbergasted
flabbergast



























