Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to flabbergast
01
καταπλήσσω, εκπλήσσω
to greatly surprise or astonish someone, often leaving them speechless or bewildered
Παραδείγματα
The unexpected plot twist in the movie always flabbergasts me.
Η απροσδόκητη ανατροπή της πλοκής της ταινίας με καταπλήσσει πάντα.
When I found out I won the lottery, I was utterly flabbergasted.
Όταν ανακάλυψα ότι κέρδισα το λόττο, ήμουν εντελώς κατάπληκτος.
Λεξικό Δέντρο
flabbergasted
flabbergast



























