Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Asthmatic
01
ασθματικός, άτομο που πάσχει από άσθμα
someone who is suffering from asthma
asthmatic
01
ασθματικός, σχετικός με το άσθμα
related to a condition or sound characterized by audible wheezing or whistling during breathing, typically caused by narrowed airways
Παραδείγματα
The child exhibited asthmatic breathing with a noticeable whistling sound.
Το παιδί παρουσίασε ασθματική αναπνοή με ένα αισθητό σφυρίχτρα.
Asthmatic wheezing can signal ongoing respiratory issues.
Ο ασθματικός σφύριγμα μπορεί να σηματοδοτήσει συνεχιζόμενα αναπνευστικά προβλήματα.
Λεξικό Δέντρο
asthmatic
asthmat



























