Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to astound
01
καταπλήσσω, εκπλήσσω
to greatly shock or surprise someone
Transitive: to astound sb
Παραδείγματα
The magician 's tricks astounded the audience, leaving them speechless.
Τα κόλπα του μάγου κατάπληξαν το κοινό, αφήνοντάς το άφωνο.
The discovery of ancient artifacts beneath the city streets astounded archaeologists, who had n't expected such a find.
Η ανακάλυψη αρχαίων αντικειμένων κάτω από τους δρόμους της πόλης κατέπληξε τους αρχαιολόγους, που δεν περίμεναν τέτοια ανακάλυψη.
Λεξικό Δέντρο
astounded
astounding
astound



























