Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meanly
Παραδείγματα
The old philosopher lived meanly in a small cottage outside the city.
Ο γέρος φιλόσοφος ζούσε ταπεινά σε ένα μικρό σπίτι έξω από την πόλη.
Though he was born into privilege, he chose to live meanly among the poor.
Παρόλο που γεννήθηκε στο προνόμιο, επέλεξε να ζήσει ταπεινά ανάμεσα στους φτωχούς.
02
τσιγκούνικα, φτωχά
poorly or in an inferior manner
03
εξευτελιστικά, άτιμα
in a despicable, ignoble manner
04
κακεντρέχεια, με κακότροπο τρόπο
in a nasty ill-tempered manner
Λεξικό Δέντρο
meanly
mean



























