Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meaningful
01
σημαντικός, γεμάτος νόημα
having a significant purpose or importance
Παραδείγματα
She gave her grandmother a meaningful gift that brought tears to her eyes.
Έδωσε στη γιαγιά της ένα σημαντικό δώρο που της έφερε δάκρυα στα μάτια.
The team celebrated their victory with a meaningful ceremony honoring their hard work.
Η ομάδα γιόρτασε τη νίκη της με μια σημαντική τελετή που τίμησε τη σκληρή δουλειά τους.
Λεξικό Δέντρο
meaningfully
meaningfulness
nonmeaningful
meaningful
meaning
mean



























