Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maximally
01
μέγιστα, στο μέγιστο βαθμό
to the greatest or highest possible degree or extent
Παραδείγματα
The engine was maximally efficient under those conditions.
Ο κινητήρας ήταν μέγιστα αποδοτικός υπό αυτές τις συνθήκες.
The room was maximally packed with furniture, leaving no space to move.
Το δωμάτιο ήταν μέγιστα γεμάτο με έπιπλα, χωρίς να αφήνει χώρο για κίνηση.
Λεξικό Δέντρο
maximally
maximal
maxim



























