Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lessened
01
μειωμένος, αποδυναμωμένος
impaired by diminution
02
μειωμένος, μετριοπαθής
reducing the severity or harshness of a situation or condition
Παραδείγματα
The lessened noise from the traffic was a relief after the new soundproof windows were installed.
Ο μειωμένος θόρυβος από την κυκλοφορία ήταν μια ανακούφιση μετά την εγκατάσταση των νέων ηχομονωτικών παραθύρων.
Her lessened anxiety was evident after she received reassuring news from her doctor.
Το μειωμένο άγχος της ήταν εμφανές αφού έλαβε καθησυχαστικές ειδήσεις από τον γιατρό της.
Λεξικό Δέντρο
lessened
lessen



























