Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lessening
01
μείωση, ελάττωση
the act of making something smaller or reducing its amount or degree
Παραδείγματα
The lessening of pollution levels improved the city's air quality.
Η μείωση των επιπέδων ρύπανσης βελτίωσε την ποιότητα του αέρα της πόλης.
Doctors noted a lessening of the patient's pain after treatment.
Οι γιατροί σημείωσαν μια μείωση του πόνου του ασθενούς μετά τη θεραπεία.
Λεξικό Δέντρο
lessening
lessen



























