Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lawful
Παραδείγματα
The police officer 's actions were deemed lawful by the court.
Οι ενέργειες του αστυνομικού κρίθηκαν νόμιμες από το δικαστήριο.
It 's important to ensure that all business practices are lawful to avoid legal issues.
Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι όλες οι επιχειρηματικές πρακτικές είναι νόμιμες για να αποφευχθούν νομικά ζητήματα.
02
νόμιμος, νομικός
conformable to or allowed by law
03
νόμιμος, νομικός
having a legally established claim
04
νόμιμος, νομικός
according to custom or rule or natural law
Λεξικό Δέντρο
lawfully
lawfulness
unlawful
lawful
law



























